νεόρραντος

νεόρραντος
νεό-ρραντος, ον, ([etym.] ῥαίνω)
A newly sprinkled, ν. ξίφος a fresh-reeking sword, S.Aj.30, 828;

δάκρυα ν.

newly shed,

Aristid. Or.24

(44). 44.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεόρραντος — νεόρραντος, ον (Α) 1. αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει», Σοφ.) 2. αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», Αριστείδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + (ρ)ραντος (< ῥαίνω), πρβλ. πολύ ρραντος] …   Dictionary of Greek

  • νεορράντοις — νεόρραντος newly sprinkled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεορράντου — νεόρραντος newly sprinkled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεορράντῳ — νεόρραντος newly sprinkled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”